Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Τα λεφτά…

Του Οδυσσέα Ιωάννου

Τέτοια εποχή, γυρίζει το κεφάλι μου προς τον ήλιο. Η μέρα είναι χορταστική, η νύχτα η απολύτως απαραίτητη, τα απογεύματα σχεδόν ατελείωτα και η θάλασσα μπλε. Απλά πράγματα, που αν είσαι αμάθητος στην ομορφιά, μπορούν να σε τελειώσουν...
Το σκηνικό είναι ιδανικό, αλλά κάτι φρενάρει τις διαθέσεις και αντί να γίνεις νερό, γίνεσαι πέτρα. Οι φίλοι θα μαζευτούν, θα γελάσουν -ευτυχώς ορισμένα πράγματα αντέχουν- αλλά κάποια στιγμή, θα σκοτεινιάσουν και θα χαθούν σε σκέψεις. Tα λίγα φράγκα, η πίεση στη δουλειά, η ανασφάλεια, οι σχέσεις που δεν ρολάρουν, ο φόβος.
Ψάχνοντας σε μία ταινία, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, την «αποκάλυψη», που θα λύσει όλους τους κόμπους, εκείνη την αποφθεγματική φράση που θα λειτουργήσει σαν ντόπα για να βγάλουν λίγο δρόμο ακόμα.
Αρκετοί, τα έχουν παρατήσει κι αυτά και ψάχνουν τα «φάρμακά» τους, σε πατενταρισμένες παρηγοριές, τύπου «δε θα χαθούμε». Πόση ώρα αντέχει μία συζήτηση φίλων, πριν το θέμα περάσει στα λεφτά;
Σαν παππούδες που «καμαρώνουν» για τις αρρώστιες τους, νέοι άνθρωποι μαζεύονται στα σπίτια και μιλάνε, για το πόσο δύσκολα βγαίνει ο μήνας. Σχεδόν ηττημένοι, με χαμηλά ποσοστά στους δείκτες της ζωής, στρεσαρισμένοι, σε κρεβατοκάμαρες με τηλεόραση, με φθαρμένους διαλόγους, μηχανικούς.
Πώς γίνεται κάθε θέμα συζήτησης να καταλήγει στην αύξηση, στο ρεπό, στις κρατήσεις, στα καθαρά! Ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ στο «Ουρλιαχτό», έγραφε: «είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα από την τρέλα».
Ε, λοιπόν, αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι ξεμείναν από λεφτά! Κόβουν από το φαί, για τα κοινόχρηστα. Δεν βγαίνει το δάνειο. Πέντε μέρες διακοπές το καλοκαίρι. Κι όταν γεννηθεί ο πιτσιρικάς, η οικογένεια γίνεται όστρακο που κλείνει. Ένας κουμπαράς μόνο για ψιλά -κάποια τρύπα θα βουλώσει.
Οκτώ μήνες το χρόνο ήλιος, η θάλασσα στις πέντε στάσεις τραμ. Θα μου γελάσεις λίγο γι αυτό;
Γυρίζεις σπίτι κομμάτια. Θέλεις μισή ώρα για να ζήσεις, πριν πέσεις στο κρεβάτι. Θα μου πεις μια καλή κουβέντα; Τις νύχτες, σηκώνομαι ακόμη για τσιγάρο στις 4. Δεν ξέρω τι με ξυπνάει, δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Ο ανήσυχος ύπνος μου εδώ και χρόνια, μου έχει σπάσει τα μάτια. Εκείνη την ώρα όλοι κοιμούνται ίσοι. Και δε με μισεί κανένας. Μεγάλη παρηγοριά.
Κάθομαι και λογαριάζω. Προσθέτω ανθρώπους, λέξεις, λεφτά, πικρίες. Βγαίνουν κάτι ανομοιογενή αθροίσματα σαν μεταλλεύματα. Σαν τις κουβέντες μας στις παρέες. Ο καθένας περνάει από την μέση και λέει την ιστορία του. Τη δική του.
Αλλά η παρέα, δεν έχει κοινή ιστορία. Δε θα αποκτήσει ποτέ. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη ήττα. Οι ομάδες μας, είναι γύρω από τον επαγγελματικό μας χώρο. Βαφτίζουμε κοινή πορεία, τις επαγγελματικές αποτυχίες και επιτυχίες. Την οικονομική αντοχή μιας μικροεταιρείας «προϊόντων».
Το κριτήριο είναι η αντοχή στον Ανταγωνισμό. Έτσι, οι κουβέντες μας, δεν αντέχουν πολύ ώρα χωρίς να αναφερθούν ή να υπονοηθούν τα λεφτά.
Τα καλύτερα μυαλά, έχουν στόματα να θρέψουν...

Οι πρώτες μας αλήθειες  
Ποιος άνεμος καλός σε είχε φέρει
πώς ζύγησες τον κόσμο στο 'να χέρι,
τη λύπη ποιος σου έμαθε ν' αντέχεις
ποια θάλασσα στο αίμα σου να έχεις.
Τώρα που το όνειρο ζητάει την πληρωμή του
όποιος μπορεί ας παίξει τη ζωή του.
Τώρα, που ξαναζούνε οι πρώτες μας αλήθειες
δεν σε κρατούν οι ψεύτικες βοήθειες.
Ποια δύναμη σου πήρε τις ελπίδες
και σ' άφησε να ζεις μ' αυτά που είδες.
Παράξενα που μπαίνει ο χειμώνας
παράξενο που αντέχουμε κι οι δυο μας.
Τώρα που το όνειρο ζητάει την πληρωμή του
όποιος μπορεί ας παίξει τη ζωή του.
Τώρα, που ξαναζούνε οι πρώτες μας αλήθειες
δε σε κρατούν οι ψεύτικες βοήθειες.
(από τα Λόγια στο Χαρτί του Ως3).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου