Toυ Γιώργου Ανδρέου
Εμείς του Εντέχνου τραγουδιού (έτσι επικράτησε να λέγεται η παρέα των δημιουργών, μουσικών κι ερμηνευτών που πιστεύουν στην ξεχωριστή ιστορική, κοινωνική και αισθητική φόρτιση του ελληνικού τραγουδιού, στην Πρωτοτυπία του) δεχόμαστε εδώ και καιρό χτυπήματα κάτω απ' τη μέση κι ειρωνικές επικρίσεις από ορισμένους φωστήρες κήνσορες των Media κι από διάφορους «καλλιτέχνες» της Άλλης πλευράς, εκείνης που γέμισε το τραγούδι μας με στρας, φρου φρου κι αρώματα, καψουρολογία και θλιβερή κενότητα. Είμαστε, λέει, σε κρίση. Μπορεί. Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται στην σημαντικότερη κρίση προσανατολισμού και ταυτότητας των τελευταίων τριάντα τουλάχιστον χρόνων, πώς είναι δυνατόν να εξαιρεθούμε εμείς;
Σ' άλλο πλανήτη ζούμε ή σε άλλη διάσταση; Τα τραγούδια μας, λέει, ειν' ασήμαντα κι ανάξια λόγου. Ίσως. Όμως, ούτε όλα τα τραγούδια των Μύθων πριν από μας είναι καλά, πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι; Το συνολικό έργο είναι που μετράει, η σούμα, ο λογαριασμός στο τέλος -κι εμείς είμαστε ακόμα στη μέση της... μέσης, άρα, πώς είναι δυνατόν να αξιολογηθούμε πειστικά; Επίσης, οι πριν από μας μεγάλοι, είχαν σύμμαχο μαχητικό και φανερό την κοινωνία των '60s, μια κοινωνία σε θετικό αναβρασμό, μια Αριστερά με ηγετικό ρόλο.
Η παγκοσμιοποίηση ήταν άγνωστη έννοια, οι τοπικές δράσεις πολιτισμού πανίσχυρες, η τηλεόραση σχεδόν ανύπαρκτη. Εμείς, από την άλλη, έχουμε αντίπαλο (που παίζει βρώμικα και με το διαιτητή «πιασμένο») την ιδιωτική τηλεόραση και την συντριπτική πλειοψηφία των Media του τόπου μας, πλειοψηφία που έχει βαλθεί ν' αποβλακώσει και να μετατρέψει σε παθητικό καταναλωτή υποκουλτούρας, τους Έλληνες πολίτες. Το CD, έχει σχεδόν πεθάνει, η ψηφιακή τεχνολογία και το Internet (ενώ υπόσχονται μια ελεύθερη κοινωνία πρόσβασης στην Τέχνη), έχουν γίνει μοχλός ισοπέδωσης των περιφερειακών (και πιο αδύναμων) πολιτιστικών παραγωγών, αφού ο Αγγλοσαξονικός τρόπος επιβάλλεται παντού, με το δεινοσαυρικό του εκτόπισμα, αδιαφορώντας για το πώς ο καλλιτέχνης μιας μικρής χώρας θα εκδώσει και θα αμειφθεί για την πνευματική του εργασία.
Πολλά λένε οι τιμητές του Εντέχνου, πολλά και δηλητηριώδη, αποσιωπούν όμως το σπουδαιότερο: Είναι οι καλλιτέχνες του Εντέχνου, που συντηρούν τον πολιτισμό της ζωντανής μουσικής και του καλού τραγουδιού στη χώρα μας. Ταξιδεύοντας σ' όλη την ελληνική περιφέρεια, χειμώνα-καλοκαίρι, ένα συγκινητικό «μπουλούκι», διασώζει τη συγκίνηση και την αλληλοπεριχώρηση της μεγάλης μουσικής παράδοσης του Τρόπου μας: Από τα θέατρα των καλοκαιρινών Φεστιβάλ, μέχρι το τελευταίο μπαράκι με εκατό καθίσματα, είμαστε εμείς που παράγουμε μουσική, επικοινωνία, ανθρώπινη επαφή όταν οι Άλλοι, οχυρωμένοι στα πολυτελή κιτς «μαγαζιά» της νύχτας τους, εκτελούν χορευτικές φιγούρες, μαζί με το...μπαλέτο, αδαείς κι απολιτίκ, θρασείς στην άγνοια και την αμορφωσιά των τηλεοπτικών τους συνεντεύξεων, με βλέμμα τρελής χαράς, που την «έκαναν», που «έγιναν», που «πέτυχαν», ενώ οι δίσκοι τους (που οι ίδιοι αγοράζουν για να τους κάνουν «χρυσούς») αναπαύονται στις αποθήκες των εταιρειών τους, έχοντας απούλητοι επιστραφεί, για να μπουν για πάντα στα αζήτητα.
Και κάτι ακόμα: Αν γίνει μια εκτίμηση των τελευταίων περίπου τριάντα χρόνων μουσικής παραγωγής (1978-2010), στην πλευρά του Εντέχνου, θα βρεθούν τουλάχιστον τριάντα αριστουργηματικά τραγούδια (κι άλλα τόσα εξαιρετικά), μαζί με σημαντικές ηχογραφήσεις ορχηστρικής μουσικής, συνθέσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο, έργα για μουσικά σύνολα, έργα συνδυαστικά λόγου και ήχου.
Απέναντι σ' αυτά, η Άλλη πλευρά τί θα αντιτάξει; Πρόστυχα εσώρουχα, Παπαγάλους, Ροζ τηλέφωνα κλπ. Και τον... Παλιόκαιρο (το καλύτερο της τραγούδι, κατά την ταπεινή μου γνώμη). Χρειάζεται να αναφέρω τίτλους τραγουδιών «δικών μας», του Εντέχνου; Καλύτερα όχι -είπαμε, νικάμε με ...εικοσιεννέα γκολ διαφορά, ας τους αφήσουμε να βάλουν το γκολ της ...τιμής (τους), κρίμα είναι.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
Στους εθνικούς σου δρόμους λάστιχα σκασμένα και ζώα σκοτωμένα.
Στου κράτους σου τους νόμους όνειρα κλεμμένα, χαρτιά σημαδεμένα.
Πολίτες δίχως πόλη, οπλίτες δίχως βόλι,
οι λίγοι ψυχωμένοι κι οι άλλοι ξοφλημένοι.
Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.
Τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια, σκυλάδικα, σκοτάδια.
Της ψήφου τα στραβάδια, του γήπεδου κοπάδια σου κλέβουνε τα χάδια.
Αρχαία μεγαλεία, ερείπια, σχολεία,
τα αγάλματα σωπαίνουν κι οι ποιητές πεθαίνουν....
Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις.
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.
Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι.
(από τα Λόγια στο Χαρτί του Ως3).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου