Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Μπιτ παζάρ, η αγορά του τίποτα...

Του Λουδοβίκου των Ανωγείων

Σκέψου ότι υπάρχει μια αγορά που έχει κόσμο, έχει πράγματα και τελικά είναι ένα τίποτα. Αισθάνομαι ότι αυτή η αγορά μπορεί να είναι και στα αισθήματα, δηλαδή η συνάντηση δύο ανθρώπων να μην έχει κανένα βάθος πέρα από την εικόνα και την ανταλλαγή χαμόγελων και φιλοφρονήσεων. Αυτή είναι η Αγορά του Τίποτα.
Ωστόσο η αφορμή είναι ρεαλιστική. Η αγορά υπάρχει στη Θεσσαλονίκη. Σ΄ αυτή λοιπόν την αγορά, το πρωί βλέπεις λερά σεντόνια και κουβέρτες... άθλια πράγματα να πουλιούνται. Ή μάλλον όχι άθλια, λάθος το 'πα. Σπουδαία πράγματα είναι, μεταχειρισμένα. Ένα πράγμα που το έχεις μεταχειριστεί, σου έχει προσφέρει την υπηρεσία του. Είναι όπως ένας γέροντας που χρειάζεται τον σεβασμό σου. Γιατί μην ξεχνάς ότι τα πράγματα παίρνουν ψυχή από τον άνθρωπο τον ίδιο που τα μεταχειρίζεται και τα φτιάχνει. Βλέπω ας πούμε άλμπουμ φωτογραφιών σ' ένα παζάρι τέτοιο, τα χαμογελαστά κορίτσια και τα παιδιά τους στα πόδια τους... γάμους... και βλέπεις αυτό το φωτογραφικό στιγμιότυπο να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και να φτάνει στην πιο φθηνή του εκδοχή να πουλιέται σ' ένα παζάρι... σ' ένα παζάρι του τίποτα.
Το παζάρι όμως αυτό, το βράδυ μαζεύει τα πράγματά του και μεταμορφώνεται γιατί η νύχτα ξέρει να κρύβει. Γι αυτό είναι σπουδαία... ενώ το φως δεν ξέρει να κρύβει. Τη νύχτα λοιπόν, τα παλιά πράγματα που είναι στις γωνίες στα ρετιρέ από πάνω, κάτι παλιά κάδρα που έχουν διακοσμητικά, δημιουργούν με τους χαμηλούς φωτισμούς ένα μικρό σκηνικό, θα έλεγα κινηματογραφικό. Σαν ένα σκηνικό του Φελίνι. Και νέα παιδιά, κυρίως φοιτητές, κατακλύζουν το χώρο σ' αυτές τις μικρές ταβέρνες και τους μουσικούς χώρους με τα πολύ ωραία ονόματα που υπάρχουν εκεί. Υπάρχει μια ταβέρνα «Παλιών Αρχών». Υπάρχει μια άλλη που λέγεται «Οίνος και Παλιά» και μια άλλη «Μπιτ Παζάρ». Εκεί λοιπόν κάθε βράδυ είναι σαν να εκδικείται η νύχτα τη φτήνια της ημέρας. Νέοι και νέες με γέλια σε μακρόστενα τραπέζια με τσίπουρα κι ελάχιστες τροφές, γιατί είναι φτωχοί νέοι με πλούσια αισθήματα στο Μπιτ Παζάρ και φτιάχνουν έναν κόσμο ολόκληρο. Αρχίζουν οι κιθάρες, τα παιχνίδια, τα περάσματα... ολοδρόσερα κορίτσια κι αγόρια να παίζουν μεταξύ τους. Εκεί μέσα λοιπόν γίνεται και η αγορά των αισθημάτων αλλά η αγορά -όχι του αγοράζω, ο τόπος των αισθημάτων. Η αγορά του «Μπιτ Παζάρ» λοιπόν γίνεται μια μήτρα υποδοχής σχέσεων, συναντήσεων. Παιδιά που ξεκινούν τη ζωή τους από ένα κρασί και μια ρακή... έχω δει στιγμές εκεί, που όλος ο χώρος λειτουργεί σαν ένα πράγμα. Γίνεται δηλαδή μια συνάντηση του χθες με το σήμερα.

Μπιτ Παζάρ
Στο Μπιτ Παζάρ στην αγορά
μαζεύουν μνήμες και παλιά
και τα πουλάνε.
Πίνουν καφέ τα πρωινά
στα καφενεία του Μηνά
και δεν μιλάνε.
Έχει και μια μικρή θεά
που ξέρει ένα παλιό ντοά (προσευχή)
και σε μαγεύει.
Όπου κι αν κρύψεις την καρδιά
εκείνη βρίσκει τα κλειδιά
και σου την κλέβει.
Ο σιδεράς άμα τη δει
το δάχτυλο με το σφυρί
χτυπάει.
Άντρας από παλιά κοπή
έχει τον έρωτα ντροπή
και δεν μιλάει.
Μα σαν αρχίσουν τη ρακή
ο χρόνος δεν περνά από κει
Μα σαν αρχίσουν τη ρακή
όλο το σύμπαν είναι εκεί...
(από τα Λόγια στο Χαρτί του Ως3).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου